ἀλέξημα

ἀλέξημα
ἀλέξ-ημα, ατος, τό,
A defence, guard, help, A.Pr.479: c. gen., remedy for,

ὀδύνης Hp.Mul.2.212

; protection against,

κρύους καὶ θάλπους Gal.UP12.3

;

ὑπονοίας Longin. 17.2

;

ἀ. πρός τι D.H.7.13

, Paus.10.18.3.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αλέξημα — ἀλέξημα, το (Α) 1. κάθε αμυντικό ή προφυλακτικό μέσο, υπεράσπιση, προστασία, βοήθεια 2. θεραπευτικό μέσο. [ΕΤΥΜΟΛ. < επαυξημένο με η θέμα τού ρημ. ἀλέξω*, πρβλ. και μέλλ. ἀλεξήσω] …   Dictionary of Greek

  • ἀλέξημα — defence neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλέξημ' — ἀλέξημα , ἀλέξημα defence neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλεξήμασι — ἀλέξημα defence neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλεξήματα — ἀλέξημα defence neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλεξήματι — ἀλέξημα defence neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλέξω — ἀλέξω (και σπάνια ἀλέκω) (Α) Ι ενεργ. 1. απομακρύνω, αποτρέπω, αποσοβώ 2. βοηθώ, υπερασπίζω 3. προσφέρω βοήθεια ΙΙ μέσ. 1. υπερασπίζω τον εαυτό μου, αμύνομαι 2. ανταμείβω, ανταποδίδω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρήμα ἀλέξω συνδέεται ετυμολογικά με τη δισύλλαβη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”